< ἐκπιασμός
ἐκπῑδύομαι >
ἐκπιαστήρ
,
-ῆρος, ὁ
mordaza
γέγονεν ὁ οἶκος τάφος, ἡ τραπέζα τύμβος, ὁ κρατὴρ ἐ.
Leont.Const.
Hom
.4.298.