ἐκνήχομαι
salir a nado, escapar o marcharse nadando c. compl. de direcc.
τὸ μὲν νηκτὸν ἁλόμενον εἰς τὴν ἑαυτοῦ δίαιταν ἐκνήξεταιel (animal) acuático escapará nadando hacia el medio que le es propio Arist.Mu.398b32,
πρὸς τὴν γῆνPlb.38.16.12,
πρὸς αὐτάς (Σειρῆνας)Apollod.1.9.25,
εἰς ΤαίναρονLuc.DMar.5.2,
τοὺς ὀρκύνους ... ἀλιπεῖς διὰ τὸ πλείονα τόπον ἐκνενῆχθαιHices. en Ath.315d, tb. c. adv.
ἔνθα ἐξενήξαντο (δελφῖνες) ὀχοῦντες αὐτόνAel.NA 8.3, sin rég.
εἴ τινες αὐτῶν ἐξενήχοντοApp.BC 5.104, cf. 107,
ἄθλιοι κακῶς ἐξενήξαντο γυμνοίLuc.Merc.Cond.2, cf. VH 2.47, Arr.An.2.19.4.