< ἐκμιμητικός
ἔκμισθος >
ἐκμισέω
aborrecer
,
odiar
πᾶσαν οἴησιν
Gr.Nyss.M.46.832C, en v. pas.
(Φίλιππος) παντάπασιν ἐξεμισήθη
Plu.
Phil
.12.