< ἐκμίμησις
ἐκμισέω >
ἐκμιμητικός
,
-ή, -όν
imitador
,
que reproduce exactamente
c. gen.
ἦχοι <ἐκ>μιμητικοὶ γίνονται τούτων (φωνῶν)
Apollod.
Hist
.135.