ἐκμηχανάομαι
1 tramar, maquinar
πολυτρόπους δόλουςBas.Sel.M.28.1088A.
2 llevar a término, realizar
οἶμαι γὰρ ... (τὴν καρδίαν) τὴν τοῦ ἀέρος ὁλκήν τε καὶ ἐμπνοὴν ἐκμηχανᾶσθαι τῷ πνεύμονιGr.Nyss.M.44.245D.
πολυτρόπους δόλουςBas.Sel.M.28.1088A.
οἶμαι γὰρ ... (τὴν καρδίαν) τὴν τοῦ ἀέρος ὁλκήν τε καὶ ἐμπνοὴν ἐκμηχανᾶσθαι τῷ πνεύμονιGr.Nyss.M.44.245D.