< ἐκλατομέω
ἐκλαχανίζομαι >
ἐκλᾰχαίνω
tr.
excavar
βαθὺν τάφον
A.R.4.1532,
(ἕρκος)
Triph.208, c. ac. adv.
αἰεὶ δὲ προτέρω χθαμαλώτερον ἐξελάχαινον
A.R.1.374.