ἐκλατομέω
excavar en la roca
λάκκους λελατομημένους, οὓς οὐκ ἐξελατόμησαςcisternas cavadas que tú no excavaste LXX De.6.11,
ἐξελατόμησαν αὐτὸ (φρέαρ)LXX Nu.21.18,
πᾶσαν ... τὴν γῆν ... ἐκλατομῆσαιIul.Gal.23.135c, en v. pas.
ὅσον οὐκ ἐνὸν ἐκλατομηθῆναι δι' ὅ<λου> μέχρι θαλάσσηςdel istmo del monte Atos, Str.7.fr.35.