< ἐκλεπίζω
ἐκλέπτησις >
ἐκλέπισις
,
-εως, ἡ
eclosión
νεοττεία· ἡ ἐ. τῶν ὠῶν
Anecd.Ludw
.213.14, cf. Sud.s.u.
νεοττεία
.