ἐκλεπίζω
1 zool. incubar hasta la eclosión
τοὺς νεοττούςBasil.Hex.8.5, en v. pas.
ᾠὰ ... ὅκως ἐκλεπίσηται, ὑποθεῖναι ἀλεκτορίσινHp.Nat.Puer.29 (cód.),
ἐκλεπισθέντων τῶν σκύμνωνPlu.2.982d.
2 descortezar, pelar
ῥάβδουςl. de LXX Ge.30.37 en Ph.1.345 (var.), en v. pas.
φακῆ ἐκλεπισθεῖσαHippiatr.22.48.
3 fig. desbastar, purificar
γεῶδες φρόνημα τῇ τῆς ἀξίνης ἐκλεπίζων ἀπειλῇAnon.Hier.Luc.51.31.