< ἐκκάμπτομαι
ἐκκαπηλεύω >
ἐκκᾰνάσσω
1
vaciar totalmente
,
apurar
τὴν δ' αὐτὸς ἐκκανάξει
Eup.292,
τρεῖς ἁδρὰς ... κύλικας
Ael.
Ep
.4.
2
ἐκκανάξειν· θορυβήσειν
Hsch.