ἐκκαπηλεύω


1 exportar, vender fuera de c. gen., en v. pas. ἵν' (σῖτος) ἐκκαπηλευθείη τῆς χώρας Philostr.VA 1.15.

2 fig. adulterar, falsificar τοὺς τῆς ὀρθότητος λόγους Cyr.Al.Luc.1.262.26, τῆς ἀληθείας τὴν δύναμιν ἀνοσίως ἐκκαπηλεύοντες Cyr.Al.Ep.128 en ACO 1.1.4.29.7, cf. Hsch., Sud.