< ἐκκᾰλέω
ἐκκαλλώπιστος >
ἐκκαλλύνω
limpiar
,
barrer
τὸ ἔδαφος τοῖς πτεροῖς
Arr.
Peripl.M.Eux
.21.4, cf. Hsch.s.u.
ἐκκοροῦσι
, Sud.s.u.
νεωκορήσει
.