< ἐκκαθαρτικός
ἐκκαθοράω >
ἐκκαθεύδω
dormir fuera
,
a la intemperie
ἐξεκάθευδον δὲ καὶ οἱ ἱππεῖς ἐν τῷ ᾨδείῳ
X.
HG
2.4.24.