< ἐκκάθαρσις
ἐκκαθεύδω >
ἐκκαθαρτικός
,
-ή, -όν
purgante
φάρμακα
Gal.6.547, cf. 11.743,
νεφρῶν ἐκκαθαρτικά
de los higos
, Paul.Aeg.1.81.1.