< ἐκθριαμβίζω
ἐκθρομβιάζομαι >
ἐκθροέω
1
expresar en voz alta
Poll.6.207.
2
en v. med.
asustarse
c. gen.
τῶν ὕπνων
Gal.16.221
•
abs.
(ζῆλος κακίας) ἐκθροεῖσθαι τὸ σῶμα ποιεῖ
T.Sym
.4.9.