< ἐκθριαμβεύω
ἐκθροέω >
ἐκθριαμβίζω
divulgar
en v. pas.
πρὸς τὸ μὴ ἐκθριαμβισθῆναι τὸ πρᾶγμα
BGU
1061.19 (I a.C.).