< ἐκγομφόω
ἔκγονος >
ἐκγόνιον
,
-ου, τό
descendiente
τοῖς ἐκ τῆς Ἀρμάστης γεννηθεῖσιν τέκνοις καὶ ἐκγονίοις
TAM
3(1).378 (Termeso, imper.).