< ἐκγαμίζω
ἐκγαμιστής >
ἐκγαμίσκω
entregar en matrimonio
en v. pas.
οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίσκονται
Eu.Luc
.20.35 en Chrys.
Ep
.8.6.47.