ἐκγαμίζω
dar en matrimonio
ἀναγκάζουσι δὲ καὶ παρ' ἡλικίαν ἐκγαμίζουσι τοὺς νέουςEpiph.Const.Haer.30.18.2,
τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ἑτέροις ἐκγαμίζεινSopat.Rh.ad Hermog.4.247.14, abs. Didym.M.39.917A
•en v. pas., de mujeres ser dada en matrimonio Amph.Exerc.321; cf. ἐγγαμίζω.