ἐκβρέχω


1 remojar, macerar en v. pas. μῆλα κυδώνια κατατάμνειν καὶ ἐᾷν ἐκβρέχεσθαι Hp.Mul.1.109, cf. Sud.s.u. φύρει.

2 inundar en v. pas. τὰ ἐγβεβρεγμένα ὑπὸ τοῦ ὕδατος σχοινία PPetr.3.43.2re.3.25 (III a.C.).