ἐκβολία, -ας, ἡ


asignación, provisión de mano de obra (cf. ἐκβολεύς): εἰσανγέλλομεν ... εἰς ἐκβολίαν ... δημοσίων χωμάτων ... τοὺς ἑξῆς ἐνγεγραμμένους ... POxy.4129.13, cf. 4130.14 (ambos IV d.C.).