< ἐκβολία
ἐκβόλιμος >
ἐκβολιμαῖος
,
-α, -ον
abandonado
,
expuesto
de recién nacidos
ὑπὸ τῶν γονέων
Heph.Astr.1.1.157,
ἐ. καὶ θηριόβρωτος
Heph.Astr.1.1.196.