ἐγχείρημα, -ματος, τό


1 empresa, intento οὐχὶ μῶρόν ἐστι τοὐγχείρημά σου S.OT 540, τὸ μέγεθος τῶν ἐγχειρημάτων la magnitud de las empresas Pl.Plt.290d, ἓν καινὸν ἐ. Antiph.30, οὐ μικρᾶς ἀναιδείας τὰ ἐγχειρήματα D.27.34, τὸ παρηλλαγμένον αὐτῶν τῶν ἐγχειρημάτων lo peregrino de sus empresas Plb.4.15.11, ἐ. τολμᾶν D.H.5.27, ἐ. χρήσιμον σαυτῷ D.Chr.18.4, αὐτῷ θάνατον τὸ ἐ. ἤνεγκεν Paus.6.8.6, cf. D.S.4.54, D.H.4.83, I.BI 6.252, Vett.Val.326.13, Hld.10.29.2, Agath.proem.12.

2 en cont. bélicos intentona, ataque φανερὰ ἐγχειρήματα Aen.Tact.24.15, cf. Plu.Cleom.25
fig. ἐγχειρήματα π[ρὸς διά]νοιαν atentados contra el intelecto Epicur.Fr.[37.11] 2
designio, plan ἕως καταστήσῃ ἐ. καρδίας αὐτοῦ LXX Ie.37.24, cf. 23.20.