ἐγχειρίθετος, -ον
• Alolema(s): ἐγχερρί- Pi.Fr.52w(i).3
puesto en las manos, entregado
ἵνα ... τὸν ταῦτα μηχανησάμενον ἐγχειρίθετον παραδῶHdt.5.106, cf. Pi.l.c.
ἵνα ... τὸν ταῦτα μηχανησάμενον ἐγχειρίθετον παραδῶHdt.5.106, cf. Pi.l.c.