ἐγχειρίζω


I 1poner en manos de, confiar, entregar c. dat. de pers. τοὺς ἄνδρας ἐγχειρίσαι σφίσιν Th.2.67, τούτοις ἐγχειρίσας ἐμαυτόν Luc.Icar.5, cf. D.19.324, Arist.Pol.1306a22, Plb.2.51.6, 3.67.6, ἐ. σοι ... τὸν ἀδελφόν Gr.Naz.Ep.150.3, cf. Anon.Decl.Par.46
fig. τῇ ἀτυχίᾳ ... ἐμαυτὸν ἐ. me pongo en manos del infortunio Antipho 2.4.1
c. ac. de cosa o abstr. τὰ βυβλία τῷ Ἀρταφρένεϊ Hdt.6.4, cf. 5.92γ, τοῖσι Ἰσαγόρεω στασιώτῃσι τὰς ἀρχὰς Hdt.5.72, cf. IG 9(2).1103.13 (Magnesia II a.C.), τηλικαύτην κρίσιν ἐγκεχειρικότος τῷ δήμῳ τοῦ βασιλέως Plu.Phoc.34, τούτῳ τὴν πόλιν Plb.1.11.4, en v. pas. τὰ ... ἱπποφόρβια ... Μήδοις ἐγκεχείρισται Plb.5.44.1, διὰ τῶν ἐνκεχιρισμένων αὐτῶι ἀρχήων ὑπὸ τῆς πατρίδος Sardis 8.54 (I a.C.), παραλαβὼν τὴν ἐ[γ]χειρισθεῖσαν ἑαυτ[ῷ πί]στιν ὑπὸ τοῦ δήμου aceptando la confianza depositada en él por el pueblo, IG 22.1028.72 (II/I a.C.), cf. Milet 1(3).154.21 (II a.C.), IG 12(9).235.4 (Eretria I a.C.), Luc.Prom.3, τῆς ἐγχειρισθείσης αὐτῷ χρείας PFlor.2.9 (III d.C.), cf. Vett.Val.344.2, CPR 17A.12.11, 13.11 (ambos IV d.C.).

2 c. inf. facilitar τὸ εἰδέναι ὅπου ἕκαστόν ἐστι ταχὺ ἐγχειριεῖ facilitará saber dónde está cada cosa al momento X.Oec.8.10.

3 medic. tratar quirúrgicamente, operar δεῖ τοὺς ἐπιγινομένους λίθους ἐν ταῖς γνάθοις ἐγχειρίζειν Hippiatr.18.4.

II en v. med. tomar sobre sí, asumir c. ac. de abstr. o inf. ἐγχειρίσασθαι αὐτούς (τοὺς κινδύνους) Th.5.108, ἀναγκαῖα πάντα ὅσα ἐνεχειρίσαντο D.C.29.6, ἄλλο τι ἄλλη τῶν ὑπηρετουσῶν ἐγκεχείρισται cada una se encarga de un cometido diferente Luc.Am.39, cf. Hdn.1.12.3, διοικεῖν καὶ διέπειν τὰ τῆς ἀρχῆς ... ἐγκεχειρίσμεθα Hdn.8.7.5, cf. PYoutie 67.36 (III d.C.), PBeatty Panop.1.376 (III d.C.), Didym.Gen.90.18, PWash.Univ.7.6 (V/VI d.C.).