< ἐγχειρητέον
ἐγχειρητικός >
ἐγχειρητής
,
-οῦ, ὁ
emprendedor
c. gen.
καινῶν ἔργων τ' ἐ.
Ar.
Au
.257,
πράξεως
Ph.2.27, cf. Adam.2.39.