ἐγκεντρισμός, -οῦ, ὁ
1 bot. injerto, injerto de púa
περὶ ἐγκεντρισμοῦ ἐλαιῶνGp.9.16 tít.,
τὸ ξυλῶδες σχίσαντες ἐμβάλλουσι τὰ ἐνθέματα. καλεῖται δὲ οὗτος ὁ τρόπος ἐ.Gp.10.75.5, cf. 4.12.2, Mich.in PN 105.8
•fig. ref. la conversión de fe crist., Iren.Lugd.Fr.Jena 10.2, Clem.Al.Strom.6.15.119, PRyl.471.3 (V d.C.), ref. al alma
φυτὸν οὐράνιον, ἐγκεντρισμὸν ἀλλότριον οὐ δεξάμενονSynes.Prouid.1.10 (p.85).
2 acción de instigar, incitación, Gloss.2.283.