< ἐγκλητεύσιμος
ἐγκλητικός >
ἐγκλήτευσις
,
-εως, ἡ
acusación
glos. a κλῆσις
Sch.rec.Ar.
Nu
.1189 (p.167), 875a (p.365), cf. 1136b (p.410).