ἐγκηρίς, -ίδος, ἡ
grumo de cera
ἐὰν γὰρ ἐπικαταχέῃς ... τὰ τηκτά, συμβαίνει πολλάκις ἐγκηρίδας γίγνεσθαιAndrom. en Gal.13.693, cf. 491, Gal.13.753, 18(2).837.
ἐὰν γὰρ ἐπικαταχέῃς ... τὰ τηκτά, συμβαίνει πολλάκις ἐγκηρίδας γίγνεσθαιAndrom. en Gal.13.693, cf. 491, Gal.13.753, 18(2).837.