< ἐγκαινίζω
ἐγκαινισμός >
ἐγκαίνισις
,
-εως, ἡ
consagración
LXX
Nu
.7.88 (cód.), Al.
Nu
.7.10, v. ἐγκαινισμός, ἐγκαίνωσις.