ἐγκαινίζω
• Morfología: [fut. 3a sg. ἐγκαινιεῖ LXX De.20.5, ἐγκαινίσει Chrys.M.55.586]
I
καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μουLXX Ps.50.12
•reinstaurar
βασιλείανLXX 1Re.11.14
•restaurar
τεῖχοςLXX Is.16.11.
2 inaugurar, estrenar
τίς ὁ ἄνθρωπος ὁ οἰκοδομήσας οἰκίαν καινὴν καὶ οὐκ ἐνεκαίνισεν αὐτήν;LXX De.20.5, en v. pas.
χύτρα ἐγκεκαινισμένηAndrom. en Gal.13.22, Archig. en Orib.8.46.16
•fig. establecer, abrir
(εἴσοδος) ἣν ἐνεκαίνισεν ἡμῖν (ὁ Ἰησοῦς)Ep.Hebr.10.20, cf. 9.18, Cyr.Al.Pulch.40.
II en relig. jud.- crist.
1 dedicar, renovar, consagrar cultos, objetos o construcciones
καθαρίσαι τὰ ἅγια καὶ ἐγκαινίσαιLXX 1Ma.4.36, fig.
ἐγκαινίσας αὐτῷ οἶκον ἐν ἑαυτῷOrigenes Or.24.4, en v. pas.
ἐγκενήσθη (sic) τὸ σεπτὸν εὐκτήριον τοῦ ... μάρτυρος ΟὐάρουIGChOcc.403 (Campania, biz.), cf. IG 12(5).712.58.1 (Siros, crist.), fig.
σταυρέ, ὁ ἐν τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ ἐγκαινισθείςA.Pass.Andr.10,
οὐ γὰρ ἔστιν ἄλλως ἐγκαινισθῆναι τὸν οἶκον ἡμῶν (e.e. τὴν ψυχήν)Gr.Nyss.Pss.88.12.
2 celebrar los ἐγκαίνια o fiestas de la Renovación del Templo entre los judíos
ἐν τοσαύταις δὲ (ἡμέραις) ὁ ναὸς ἐγκαινιζόμενοςGr.Naz.M.36.433C
•entre los cristianos, de la Resurrección
ἐγκαινίζων τὴν ἐμαυτοῦ σωτηρίανGr.Naz.M.36.612B,
ἐγκαίνισον τὴν ἀνάστασινGr.Naz.M.36.657A.
3 en v. med. renovarse
ἐγκαινίζεσθε πρός με, νῆσοιLXX Is.45.16,
ἐγκαινίζεσθε, καὶ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀπορρίψαντες, ἐν καινότητι ζωῆς πολιτεύεσθεGr.Naz.M.36.613A,
οὕτως ἐγκαινίζεται ἄνθρωποςGr.Naz.M.36.616C.