< ἐγκαταντλέω
ἐγκατανωτίζομαι >
ἐγκατάντλησις
,
-εως, ἡ
medic.
afusión
,
lavatorio
μελετᾶν δὲ χρὴ ἐν ἰητρικῇ ταῦτα ... περὶ ... ἐγκαταντλήσιος
Hp.
Decent
.8.