< ἐγκατάντλησις
ἐγκατάξηρος >
ἐγκατανωτίζομαι
montar
o
llevar sobre la espalda
οὗτος ἐγκατανωτιζόμενοις μέρεσι τοῖς ἱππείοις τοὺς μαθητάς
del centauro Quirón
, Tz.
H
.6.961.