ἐγκατάκλειστος, -ον
encerrado en, recluido en
δόμοιςE.Fr.1132.39,
εἶπε περὶ ἐμοῦ ὅτι ὤφειλα ἐ. εἶναιT.Ios.14.6
•fig. del alma,
op. ἐλεύθεροςGr.Thaum.Pan.Or.6.85, cf. Mac.Aeg.Serm.B 3.1.5, Epiph.Const.Haer.66.44.
δόμοιςE.Fr.1132.39,
εἶπε περὶ ἐμοῦ ὅτι ὤφειλα ἐ. εἶναιT.Ios.14.6
op. ἐλεύθεροςGr.Thaum.Pan.Or.6.85, cf. Mac.Aeg.Serm.B 3.1.5, Epiph.Const.Haer.66.44.