ἐγκατακλείω
1 encerrar
αὑτὸν τῷ νεῷAlex.41.3,
τὸ θερμόνArist.Pr.937a29, cf. Thphr.CP 5.13.2,
τὸν ἀτμόνThphr.Ign.43,
τὸ δ' ἀκμάζον καὶ χρήσιμον ... τῷ περιτειχίσματιI.BI 6.415,
λέοντα καὶ πίθηκον καὶ ὄφινD.C.79.11.3
•fig.
τῇ ψυχῇ τὴν ὀδύνην ἐγκατακλείουσαιGr.Nyss.V.Macr.400.1
•en v. pas.
οἷσι γὰρ σῖτος ... ἐγκατακέκλεισταιa quienes el alimento sólido les ha quedado retenido en el intestino, Hp.Acut.16, cf. Epid.4.14,
τὸ πῦρ ἐγκατακλειόμενονHp.Vict.1.9,
ἀναθυμίασις ἡ ἀτμιδώδης ἐγκατακλειομένηla exhalación de vapor húmedo encerrado Arist.Mete.378a29, cf. GA 735b23, PA 672a32, Pr.878b8,
ἐγκατακέκλεισται ὁ καπνὸς ἐν αὐτοῖς (ἄνθραξι)Thphr.Ign.75, cf. Ph.2.162, Plu.2.691f,
οἱ ἐγκατακεκλεισμένοιlos sitiados D.S.19.61
•fig. encarcelar en v. pas., de las almas
ἐγκατακλείεσθαι τοῖς σώμασινCorp.Herm.Fr.23.33.
2 ensartar en v. pas.
τοῖς ὅρμοις καὶ τοῖς περιδεραίοις ἐγκατακλειόμενοι ἀμέθυστοιClem.Al.Paed.2.12.118.