ἐγκατοικοδομέω
1 construir, edificar en v. pas.
φρούρια ... ἐπὶ τῶν καρτερῶνTh.3.18,
Ποσειδῶνος τέμενοςLib.Descr.8.6.
2 encerrar entre muros, emparedar c. ac. de pers.
αὐτὴν ... εἰς ἔρημον οἰκίανAeschin.1.182,
ὁ δὲ (πατήρ) ἐπήρωσεν αὐτὸν καὶ ἐγκατῳκοδόμησενel (padre) le mutiló y emparedó Hieronym.Phil.32, cf. D.C.Epit.7.8.11,
ἡμεῖς ... ἑαυτοὺς ... ἐγκατοικοδομοῦμενPlu.2.601d
•gener., perf. pas. estar encerrado
ὁ δ' (ἀήρ) ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηταιArist.de An.420a9,
ἐγκατῳκοδομημένοις ἐοίκασινse asemejan a los emparedados a causa de sus armaduras, Plu.Luc.28,
τῆς εὐπορίας ... ἐγκατῳκοδομημένης καὶ ἀργούσηςPlu.Lyc.9,
τοῖς τυραννείοις ἐγκατῳκοδομημένον ... ἐγκαταβιῶσαιPlu.2.783d
•estar almacenado
σίτου ... ἐγκατῳκοδομημένου τοῖς τείχεσιPlu.Aem.8.
3 arq. empotrar, introducir en una construcción
οἰκοδομήσει ... [στ]όχους ... δι[α]λείποντας ἑπτὰ πόδας καὶ ἐγκατοικ[οδ]ομήσει στρωτῆρας [δ]ύοlevantará pilares a intervalos de siete pies y empotrará en ellos dos viguetas horizontales de pilar a pilar IG 22.463.59 (IV a.C.),
στήλαν ... ἐς τὰν οἰκίαν ἐς τὸν τοῖχονAbh.Leipz.62(1).1969.40.6 (Astipalea III a.C.).