< ἐγκατασκευάζω
ἐγκατάσκευος >
ἐγκατασκευή
,
-ῆς, ἡ
formación
,
establecimiento
ἠθ[ῶν
Phld.
Adul
.2.8G.
•
disposición
,
preparación
θεία
Clem.Al.
Ex.Thdot
.59.