ἐγκατασκευάζω
I en v. act.
1 c. suj. de pers. promover, organizar
φιλίαν ... πρὸς ἕκαστονCtes.1b.24.3,
στάσειςD.S.15.5,
συνέδριονD.S.14.91,
ἐν ταῖς πόλεσι προδόταςD.S.16.54.
2 c. ac. de abstr. o realidades inmateriales poner, asentar en, instaurar c. dat.
ὁ θεὸς ... φόβον ... πάσῃ διανοίᾳAristeas 194,
θεὸς ... τοῖς εὐτελέσι καὶ μικροῖς ... δυνάμειςPh.2.98, cf. 1.640,
ἡ ἐπιθυμία ... (ψυχῇ) μανίαν ἀκάθεκτονPh.2.349, en v. pas.
λόγος ... αὐτοῖςThem.in APo.65.19,
ἀνάγκη ... διὰ τούτων καὶ ὑλικὸν αὐτὸν (θεόν) ἐγκατασκευάζεσθαιGr.Nyss.Apoll.150.16,
ἡμῶν ἐν τῷ κρυπτῷ ζυγός τις ... ἐγκατασκευασθείςref. al libre albedrío, Basil.M.29.480A.
3 fil. establecer, fijar
τὰς ἐκείνου τοῦ συλλογισμοῦ ... προτάσειςPhlp.in APo.288.26
•en v. med. mismo sent.
νοῦς ἐστιν ὁ τὰς ... προτάσεις ἐγκατασκευαζόμενοςThem.in APo.65.3.
II en v. med. equipar
οὓς πάντας ἐκ τῶν ... παλαιῶν ὅπλων ἐγκατασκευαζόμενος ὥπλιζενI.BI 2.576.