< ἐγκαταρρέω
ἐγκαταρριζόω >
ἐγκαταρρήγνυμι
desatarse
,
irrumpir
πνεῦμα ... ἐγκ[ατέ]ρρηξεν ἀπηλιωτικὸν ἀπ' αὐτοῦ τοῦ ἀκρωτ[ηρίου
Ant.Diog.
Fr.Pap.Dub
.2.24.