ἐγκαταρριζόω
1 tr. implantar
ἣν (παράδοσιν) ... ταῖς ἐκκλησίαιςBasil.Spir.71.13.
2 en v. med., intr. enraizar, echar raíces
«τὸ κέντρον τοῦ θανάτου» ἐγκατερρίζωται ἡμῖνMac.Aeg.Hom.25.49.
ἣν (παράδοσιν) ... ταῖς ἐκκλησίαιςBasil.Spir.71.13.
«τὸ κέντρον τοῦ θανάτου» ἐγκατερρίζωται ἡμῖνMac.Aeg.Hom.25.49.