< ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπείρω >
ἐγκαταπάλλομαι
• Morfología:
[aor. 3
a
sg. ἐγκατέπαλτο]
meterse de un salto en
,
saltar a
πόντῳ δ' ἐγκατέπαλτο λίνων ὕπερ
Opp.
H
.4.661.