< ἐγκαταπάλλομαι
ἐγκαταπήγνυμι >
ἐγκαταπείρω
introducirse
,
caer
fig.
βρόχοις ἀφύκτοις
Cyr.Al.
Ep.Fest
.7.2.17, en v. med.-pas.
ἀφύκτοις ... κακοῖς
Cyr.Al.M.73.768C.