< ἐγκαταλιμπάνω
ἐγκαταλογίζομαι >
ἐγκαταλλάσσω
transformar
en v. pas.
πότε καταξιωθῇ ἡ ψυχή μου τὸν ἔσω μου ἄνθρωπον ἐγκαταλλαγῆναι;
Mac.Aeg.
Serm
.C 16.6.