ἐγκαταλιμπάνω
1 de concr. dejar tras de sí como resto, medic. en v. pas. quedar como residuo
τὰ ἐγκαταλιμπανόμενα καύματα ἐν ὑποχονδρίῳHp.Prorrh.1.7, part. pas. subst.
τὰ ἐγκαταλιμπανόμεναlos residuos Hp.Aph.2.12, Epid.2.3.8, 6.2.7.
2 de pers. o abstr. abandonar
τοὺς γὰρ συγκινδυνεύοντας ... διὰ τὸν φόβονArist.Rh.1368b19,
τὸν νόμον σουLXX Ps.118.53,
τὴν συνῳδίαν σουPhys.G.118.13,
θεοῦ πρὸς τὸ συμφέρον αὐτῶν ἐγκαταλιμπάνοντος αὐτούςPall.H.Laus.47.6.