ἐγκαταλαμβάνω
• Grafía: en pap. frec. graf. ἐνκ-
I
ὅσους ἐγκατέλαβε διέφθειρενTh.4.116,
τὸν υἱὸν ἐγκαταλαβὼν ἀπέσφαξεPlu.Mar.35, cf. Pomp.29, I.AI 18.370, en v. pas., de las naves enemigas, Th.3.33,
ἐγκαταληφθεὶς καὶ πολλὰ τραύματα λαβὼν ἀπέθανενX.HG 6.4.32,
οἱ δὲ τῶν ἐλεφάντων ἡγεμόνες ἐγκαταλαμβανόμενοιPlu.Pyrrh.26,
ἐν αὐταῖς (οἰκίαις) ἐγκαταλαμβανόμενοιArr.An.6.7.6,
ἔθανον λοιμοῦ ν[έ]φει ἐγκαταληφθείςMAMA 9.79 (II d.C.),
ὑπὸ τῶν ἱππέωνD.C.40.22.3, cf. 39.61.2.
2 medic., de fluidos corporales, etc., en v. pas. ser retenido, ser bloqueado
ἐγκαταλαμβανόμενοι (ἰχῶρες)Hp.Epid.2.1.1, cf. Arist.Pr.926b31, Gal.5.117
•ser obstruido
ἐγκαταλαμβανομένων δὲ τῶν διόδων ὑπὸ τοῦ πώρουHp.Oss.13.
II fig.
1 comprometer, obligar
ὅρκοις ἐγκαταλαμβάνεινcomprometer mediante juramentos (al enemigo), Th.4.19,
ἐὰν ... ὁ τῆς ἀληθείας λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ τὸν ΔημοσθένηνAeschin.3.60.
2 retener, distraer la atención en v. pas.
τοῦ μὴ συνεχῶς ἐγκαταλαμβάνεσθαι τοῖς ἀπηγορευμένοιςBasil.M.31.956A.
3 sobrevenir, seguir inmediatamente detrás c. ac.
ἄκοντες ... ἀλλήλους ἐγκαταλαμβάνουσιlanzas que caían (como lluvia) unas tras otras Aristid.Or.26.84,
παννυχὶς ἐγκατειλήφει τὴν ... ἑορτήνAristid.Or.47.6, c. giro prep.
ἐπὶ τῷ ἐμέτῳ ἀσιτία ἐγκατέλαβεAristid.Or.47.60, sin rég.
πρὶν καθαρῶς τὸ πρῶτον κῦμα ... ῥαγῆναι τὸ δεύτερον ἐγκαταλαμβάνειLib.Or.59.130.
III venir a visitar
ἐὰν ῥᾷον ἔχῃς ἐνκατάλαβε ἡμᾶςsi estás mejor, ven a nosotros, PMich.624.7 (VI d.C.), cf. quizá PVarsov.28.6 (VI d.C.).