ἐγκακέω
• Grafía: graf. frec. en pap. ἐνκ-
I
τὸ ... πέμπειν τὰς βοηθείας ... ἐνεκάκησανPlb.4.19.10.
2 tratar mal
(τὴν θυγατέρα)PPetaus 29.12 (II d.C.), en v. pas.
ἐγκακηθέντα καὶ θλιβένταPLond.1708.92 (VI d.C.), cf. PMasp.re.5.13 (VI d.C.).
II intr.
1 desesperar, perder la confianza
(παραβολή) πρὸς τὸ δεῖν πάμποτε προσεύχεσθαι αὐτοὺς καὶ μὴ ἐ.Eu.Luc.18.1,
αἰτοῦμαι μὴ ἐ. ἐν ταῖς θλίψεσίν μου ὑπὲρ ὑμῶνEp.Eph.3.13,
μὴ ἐγκακήσητε καλοποιοῦντες2Ep.Thess.3.13, cf. 2Ep.Cor.4.1, Hsch.
•en constr. pred.
τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐγκακῶμενEp.Gal.6.9.
2 rechazar, aborrecer
ἐγκαταλειφθήσεται ἡ γῆ, ἀφ' ἧς σὺ ἐγκακεῖςSm.Is.7.16, cf. Ge.27.46, Thd.Pr.3.11, Eus.DE 7.1 (p.307.1).
3 desanimarse, sentir miedo ante la adversidad
μὴ ὡς αἱ ὠδίνουσαι, ἐγκακῶμεν2Ep.Clem.2.