ἐγκαθίημι
• Morfología: [perf. act. part. ἐγκαθεικώς Plb.Fr.22.13.5]
1 meter adentro, introducir c. rég. prep. de lugar o dat.
εἰς τὴν χύτραν τὸν φανὸν ἐγκαθέντεςAr.Lys.308,
θήλειαν ... ζωὴν ἐγκαθιέντεςintroduciendo la hembra de cierto pez viva en una nasa, Opp.H.4.112,
διακόψας ... τὸν Πέλοπα ἐγκαθῆκε λέβητιSch.Pi.O.1.40a,
ἑαυτὰς τοῖς ὕδασινSch.Arat.942
•fig. de un oráculo
Ζεὺς ἐγκαθίει Λοξίᾳ θεσπίσματαA.Fr.86.2
•medic., de una sonda o catéter
μήλην ποιησάμενος κασσιτερίνην ἐγκαθιέναιHp.Mul.1.60, cf. en v. pas. Ruf.Ren.Ves.7.11
•asentar, instalar
ἅτε τοῦ Φιλίππου πάλαι τοὺς αὐλικοὺς ἐγκαθεικότος εἰς τὰς πόλεις ταύταςPlb.l.c.
2 infiltrar, enviar como agente o espía
ἦσαν δέ τινες οὓς αὐτὸς ὁ Πύρρος ἐγκαθίειPlu.Pyrrh.11.
3
ἐγκαθιέμενοι· ἀφιέντεςSud.