ἐγκαθικνέομαι
bajar hasta, descender
(τὴν θείαν φύσιν) τοῖς τῆς κτίσεως ἐγκαθικέσθαι μέτροιςque (la naturaleza divina) descendió al nivel de las cosas creadas Cyr.Al.Nest.1.proem. (p.15.14).
(τὴν θείαν φύσιν) τοῖς τῆς κτίσεως ἐγκαθικέσθαι μέτροιςque (la naturaleza divina) descendió al nivel de las cosas creadas Cyr.Al.Nest.1.proem. (p.15.14).