ἐγκαθορμίζομαι
• Morfología: [tard. en v. act. Gr.Nyss.Eun.3.7.1, Anon.Mirac.Thecl.15.40, Ast.Am.Hom.4.4.3]
1 intr. fondear, echar el ancla
(νῆες) αὐτόσε ἐγκαθορμισάμεναιTh.4.1, cf. Apollod.1.9.23,
ἀνέφηνεν ... τῷ πελάγει ἐγκαθορμίζεσθαιPhilostr.Her.71.11,
ὡς δ' οὐδεὶς αἰγιαλὸς ἐγκαθορμίσασθαι αὐτοῖς ἀσφαλὴς εὑρίσκετοD.C.48.49.5, cf. Arr.Ind.40.10,
ὡς μὴ ἐς τῶν λιμένων τινὰ ἐγκαθορμισθῆναι τῶν πολεμίων τὸν στόλονArr.An.2.20.8, fig.
ὥσπερ λιμέσιν εὐδίοις ... ταῖς ἀκοαῖς τῶν μανθανόντων ὁ λόγος ἐγκαθορμίζεταιBasil.Hom.23.1.
2 tr. en v. act. fondear, anclar la nave
(τὴν ναῦν) ἐκείνοις ... τοῖς τόποιςAnon.l.c., en sent. fig.
τῷ λιμένι τῆς ἀληθείας ... τὸν λόγονGr.Nyss.l.c., de un río que deja sus aguas en el mar
μέχρις ἂν ὁ τελευταῖος (ποταμός) τῷ βάθει καὶ τῷ πλάτει τῆς θαλάσσης ἐγκαθορμίσῃ τὸ ὕδωρAst.Am.l.c.