< ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι >
ἐγκαθορμάω
empujar adentro
fig., c. ac. y dat.
τὸ ... γένος πορισμοῖς ... καὶ ἀξιώμασιν ἐγκαθώρμησαν
Pall.
V.Chrys
.20.563.